ναρθήκι

ναρθήκι
ναρθήκι, τὸ (Μ)
είδος υφάσματος για την ύφανση τού οποίου χρησιμοποιείται νάρθηκας, δηλαδή καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναρθήκι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νάρθηκι — νάρθηξ giant fennel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκωτός — ναρθηκωτός, ή, ὁ (Μ) (για κάλυμμα εικόνας) αυτός που είναι κατασκευασμένος από το ύφασμα ναρθήκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναρθήκι + κατάλ. ωτός (πρβλ. λοφ ωτός, μεταξ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …   Dictionary of Greek

  • ύλημα — ήματος, τὸ, Α θάμνος, χαμόκλαδο, ιδίως ως περιληπτική ονομασία τών φυτών που κατατάσσονται μεταξύ θάμνων και βοτάνων («ἐν δὲ τοῑς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῑς κλήμασιν οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοιούτοις εἰσίν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκ' — νάρθηκα , νάρθηξ giant fennel masc acc sg νάρθηκι , νάρθηξ giant fennel masc dat sg νάρθηκε , νάρθηξ giant fennel masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”